Λυκηγενεῖ

Λυκηγενεῖ
Λυκηγενής
Lycian-born
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic)
Λυκηγενής
Lycian-born
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Λυκηγενέι — Λυκηγενέϊ , Λυκηγενής Lycian born dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυτότοξος — κλυτότοξος, ον (Α) ονομαστός για το τόξο του, ένδοξος τοξότης («εὔχεο δ Ἀπόλλωνι λυκηγενέι, κλυτοτόξω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + τοξος (< τόξον), πρβλ. αργυρό τοξος, χρυσό τοξος] …   Dictionary of Greek

  • λυκηγενής — Προσωνυμία του Απόλλωνα ως προστάτη και εθνικού θεού του ηγεμόνα της Λυκίας, Λυκάονα Πάνδαρου, ο οποίος είχε βοηθήσει τους Τρώες. * * * λυκηγενής, ές (Α) (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λυκηγενής προσωνυμία τού Απόλλωνος, ως θεού τού φωτός ή, κατ άλλους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”